σέρτης

σέρτης
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γερανός. Πολυρρήνιοι».
————————
(II)
ο, θηλ. σέρτισσα, Ν
άνθρωπος οξύθυμος, σκληρός και εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sert].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σέρτης — ο θηλ. σέρτισσα (λ. τουρκ.), άνθρωπος οξύθυμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σέρτικος — η, ο, Ν [σέρτης (ΙΙ)] 1. (για καπνό) βαρύς, δυνατός 2. μτφ. (για πρόσ.) ο σέρτης (ΙΙ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”